τιμή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιμή | οι | τιμές |
γενική | της | τιμής | των | τιμών |
αιτιατική | την | τιμή | τις | τιμές |
κλητική | τιμή | τιμές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμή < αρχαία ελληνική τιμή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμή θηλυκό
- το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
- ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
- η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
- η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
- προνόμιο
- ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
- (μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
- (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (return value) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χρηματική αξία
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τιμή < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τιμή θηλυκό
- η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
- το αξίωμα, η εξουσία
- (κατ' επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
- η τιμητική προσφορά
- ο προσδιορισμός της περιουσίας
- η εκτίμηση της ζημιάς
- (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή