τιμή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμή οι τιμές
      γενική της τιμής των τιμών
    αιτιατική την τιμή τις τιμές
     κλητική τιμή τιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τιμή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιμή θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
  2. ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
  3. η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
  4. η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
  5. προνόμιο
    ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
  6. (μαθηματικά) μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή
  7. (προγραμματισμός) value: το περιεχόμενο μεταβλητής (variable) ή το αποτέλεσμα συνάρτησης (return value) που μπορεί να είναι ένας αρχέγονος τύπος (primitive) ή ένας σύνθετος (composite data type)

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
τιμ- 

  Αντίστροφο λεξικό του Βικιλεξικού:
  Πατώντας εδώ θα δείτε όλες τις λέξεις του Βικιλεξικού που λήγουν σε «-τιμος»

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τῑμᾱ-
ονομαστική τιμή αἱ τιμαί
      γενική τῆς τιμῆς τῶν τιμῶν
      δοτική τῇ τιμ ταῖς τιμαῖς
    αιτιατική τὴν τιμήν τὰς τιμᾱ́ς
     κλητική ! τιμή τιμαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τιμᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  τιμαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷi-mā- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷei- (τιμή, αξία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τιμή θηλυκό

  1. η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
  2. το αξίωμα, η εξουσία
  3. (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
  4. η τιμητική προσφορά
  5. ο προσδιορισμός της περιουσίας
  6. η εκτίμηση της ζημιάς
  7. (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]