αδιατίμητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιατίμητος < καθαρεύουσα ἀδιατίμητος, -ος, -ον. Αναλύεται σε α- (στερητικό) + διατιμώ + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιατίμητος, -η, -ο
- (οικονομία, νομικός όρος) που δεν έχει διατιμηθεί σε χρήμα από την αγορανομία (βλ. λ. διατίμηση) ή που υφίσταται αδυναμία να διατιμηθεί
- αδιατίμητα εμπορεύματα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τιμή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιατίμητος
|