Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Προθήματα » Λέξεις κατά πρόθημα » α- |
Μορφές:
- στερητικό
- με α-, με ά-
- με το στερητικό αν- ή με -άν διαφορετική από την Κατηγορία με το αν- από ανά
- με ανε-, με ανέ-, με ανη-, με ανή-, ανα- από το στερητικό α-
- με προτακτικό α-
Επίσης δείτε
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει μόνο την ακόλουθη υποκατηγορία.
Άρθρα στην κατηγορία "Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 264 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβαθής
- αβαρέλιαστος
- αβοήθητος
- αβούλωτος
- αβούρτσιστος
- αγέλαστος
- αγέννητος
- αγίνωτος
- αδελέαστος
- αδιάβαστος
- αδιαγούμιστος
- αδιακρίτως
- αδιαμεσολάβητος
- αδιατίμητος
- αδιαφορώ
- αδιευκόλυντος
- αδικαιολόγητος
- αδίπλωτος
- αζαχάρωτος
- αηθικισμός
- αθάμπωτος
- αθεϊστικός
- αθέλητος
- ακαζάντιστος
- ακακοποίητος
- ακαλαίσθητος
- ακαλοπλήρωτος
- ακαλοσύνευτος
- ακαλπονόθευτος
- ακαλωδίωτος
- ακαμπύλωτος
- ακανάκευτος
- ακαπλάντιστος
- ακατάγραφος
- ακατάγραφτος
- ακαταδίωκτος
- ακατάθλιπτος
- ακατακράτητος
- ακατάκτητος
- ακαταμέριστος
- ακατανάγκαστος
- ακατανάλωτος
- ακατανέμητος
- ακατάρριπτος
- ακατασκόπευτος
- ακατάστρωτος
- ακατάψυκτος
- ακατεύθυντος
- ακατσάρωτος
- Ακίνδυνη
- ακινησία
- ακιτρίνιστος
- ακλώσητος
- ακλώσσητος
- ακοινοποίητος
- ακολόβωτος
- ακομπανιάριστος
- ακομπλεξάριστος
- ακουτσομπόλευτος
- αλεξικογράφητος
- αληγής
- αλήθεια
- αλημέριαστος
- αλογίκευτος
- Αλυπία
- Αλύπιος
- αλυσιτελής
- αμεσουράνητος
- αμεταλάβητος
- αμετάλαβος
- αμεταλάβωτος
- αμετάπειστος
- αμεταρρύθμιστος
- αμετουσίωτος
- αμπογιάντιστος
- αμπογιάτιστος
- αμπόλιαστος
- ανασφαλής
- ανόητος
- ανομιμοποίητος
- αξέβγαλτος
- αξεκούμπωτος
- αξέπλυτος
- αξεσκόνιστος
- αξετρύπωτος
- αοσμία
- απαζάρευτος
- απαλάμιστος
- απαραστράτιστος
- απαρατήρητος
- απαρεμπόδιστος
- απαρερμήνευτος
- απερίκοπος
- απερίκοπτος
- απερικύκλωτος
- απερίστροφος
- απολτοποίητος
- απροβίβαστος
- απροβλημάτιστος
- απροειδοποίητος
- απροετοιμασία
- απροϊδέαστος
- απροκοπιά
- απροκοψιά
- απρολόγητος
- απρολόγιαστα
- απρομελέτητος
- απρομήθευτος
- απροόδευτος
- απροόριστος
- απροσανατόλιστος
- απροσάρτητος
- απροσμέτρητος
- απροσμόνετος
- απρόσταχτος
- απροσχεδίαστος
- απύρηνος
- απώγων
- αράβδιστος
- αράβδωτος
- αρευστοποίητος
- αρυμοτόμητος
- ασαβάνωτος
- ασαβούρωτος
- ασαγήνευτος
- ασαλάγητος
- ασάλιωτος
- ασαμάρωτος
- ασανίδωτος
- ασαπούνιστος
- ασαράντιστος
- ασατίριστος
- ασαφήνιστος
- ασελιδοποίητος
- ασήκωτος
- ασηπτικός
- ασιγούρευτος
- ασιδέρωτος
- ασίτευτος
- ασκάλιστος
- ασκιαγράφητος
- ασκίαστος
- ασκληραγώγητος
- ασκόνιστος
- ασκόρπιστος
- ασκοτείνιαστα
- ασκοτείνιαστος
- ασκούριαστος
- ασμάλτωτος
- ασμίκρυντος
- ασμίλευτος
- ασόλιαστος
- ασούρωτος
- ασπαργάνωτος
- ασπατάλευτος
- ασπατάλητος
- ασπέδιστος
- ασπούδαχτος
- αστάθμιστος
- ασταμάτητος
- ασταύρωτος
- ασταχυολόγητος
- αστέγνωτος
- αστέρευτος
- αστερέωτος
- αστέριωτος
- αστιγμάτιστος
- αστιγμία
- αστίλβωτος
- αστοίβαστος
- αστοίβαχτος
- αστοργία
- αστραγγάλιστος
- αστράγγιστος
- αστρατολόγητος
- αστρατοπέδευτος
- αστρίφωτος
- ασυγκάλυπτος
- ασυγκέντρωτος
- ασυγκινησία
- ασύγκλητος
- ασυγκράτητος
- ασυγύριστος
- ασυγχρόνιστος
- ασυγχώνευτος
- ασυκοφάντητος
- ασυμβιβασία
- ασυμβολικός
- ασυμβούλευτος
- ασυμπάθεια
- ασυμπίεστος
- ασυμπόνετος
- ασυμπόνια
- ασυμπονιά
- ασύμπονος
- ασυμψήφιστος
- ασυναγώνιστος
- ασυνάλλακτος
- ασυνάντητος