αβίωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβίωτος η αβίωτη το αβίωτο
      γενική του αβίωτου της αβίωτης του αβίωτου
    αιτιατική τον αβίωτο την αβίωτη το αβίωτο
     κλητική αβίωτε αβίωτη αβίωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβίωτοι οι αβίωτες τα αβίωτα
      γενική των αβίωτων των αβίωτων των αβίωτων
    αιτιατική τους αβίωτους τις αβίωτες τα αβίωτα
     κλητική αβίωτοι αβίωτες αβίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αβίωτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβίωτος[1][2] < α- στερητικό + βιωτός (ρηματικό επίθετο του βιόω-ώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈvi.o.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βί‐ω‐τος

Επίθετο

[επεξεργασία]

αβίωτος, -η, -ο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. αβίωτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αβίωτοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)