invivable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
invivable invivables

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
invivable < in- + vivable

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.vi.vabl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

invivable (fr)

  1. αβίωτος
  2. ανυπόφορος