βιωτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βίοτος

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιωτός < βίος + -τός

Επίθετο

[επεξεργασία]

βιωτός -ή, - όν

  • άξιος ζωής, εκείνο για το οποίο μπορούμε ή αξίζει να ζούμε.
ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 38a, 4

Ρηματικός τύπος βιόω

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]