βίος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βιος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βίος οι βίοι
      γενική του βίου των βίων
    αιτιατική τον βίο τους βίους
     κλητική βίε βίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βί‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βίος αρσενικό

  1. η ζωή
    περιπετειώδης βίος
  2. η δραστηριότητα σ' ένα τομέα της ζωής
    ο συζυγικός τους βίος ήταν δυστυχισμένος
  3. η αφήγηση της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων, βιογραφία
    βίοι επιφανών ανδρών

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις βιο-, βιό-, -βιος και βιώνω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βίος αρσενικό

  1. o βίος, η ανθρώπινη ζωή
  2. τα αγαθά, ο πλούτος
  3.  συνώνυμα: τό βίος (ουδέτερο)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βίος ουδέτερο

  1. η περιουσία
  2. η ευμάρεια

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βίος οἱ βίοι
      γενική τοῦ βίου τῶν βίων
      δοτική τῷ βί τοῖς βίοις
    αιτιατική τὸν βίον τοὺς βίους
     κλητική ! βίε βίοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βίω
γεν-δοτ τοῖν  βίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]