βίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βίος | οι | βίοι |
γενική | του | βίου | των | βίων |
αιτιατική | τον | βίο | τους | βίους |
κλητική | βίε | βίοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίος < αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) (βλέπε και το λατινικό vivo)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίος αρσενικό
- η ζωή
- περιπετειώδης βίος
- η δραστηριότητα σ' ένα τομέα της ζωής
- ο συζυγικός τους βίος ήταν δυστυχισμένος
- η αφήγηση της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων, βιογραφία
- βίοι επιφανών ανδρών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις βιο-, βιό-, -βιος και βιώνω βιολογικος, βιωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βίος
→ δείτε τη λέξη ζωή |