βίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βίος | οι | βίοι |
γενική | του | βίου | των | βίων |
αιτιατική | τον | βίο | τους | βίους |
κλητική | βίε | βίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈvi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐ος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίος αρσενικό
- η ζωή
- ↪ περιπετειώδης βίος
- η δραστηριότητα σ' ένα τομέα της ζωής
- ↪ ο συζυγικός τους βίος ήταν δυστυχισμένος
- η αφήγηση της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων, βιογραφία
- ↪ βίοι επιφανών ανδρών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις βιο-, βιό-, -βιος και βιώνω
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βιος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βίος
→ δείτε τη λέξη ζωή |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίος αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίος ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- βιός} ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- βίος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βίος | οἱ | βίοι |
γενική | τοῦ | βίου | τῶν | βίων |
δοτική | τῷ | βίῳ | τοῖς | βίοις |
αιτιατική | τὸν | βίον | τοὺς | βίους |
κλητική ὦ! | βίε | βίοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo
Πηγές[επεξεργασία]
- βίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)