βίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βίος | οι | βίοι |
γενική | του | βίου | των | βίων |
αιτιατική | τον | βίο | τους | βίους |
κλητική | βίε | βίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βίος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈvi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βί‐ος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίος αρσενικό
- η ζωή
- ⮡ περιπετειώδης βίος
- η δραστηριότητα σ' ένα τομέα της ζωής
- ⮡ Ο συζυγικός τους βίος ήταν δυστυχισμένος.
- η αφήγηση της ζωής και της δραστηριότητας ανθρώπων, βιογραφία
- ⮡ βίοι επιφανών ανδρών
- ※ ..του Ευαγγελίου και των Πράξεων, βασίζεται στην παράδοση, που αποτυπώθηκε στην υμνολογία (στιχηρά του Εσπερινού) και στο Συναξάριο της Αναλήψεως, όπως επίσης και στον Βίο της Παναγίας του ιερομονάχου Επιφανίου. (Εικόνες της Κρητικής τέχνης από τον Χάνδακα ως την Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, επιμ. Μανόλης Μπουρμπουδάκης, 2004, σελ. 367)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις βιο-, βιό-, -βιος και βιώνω
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βιο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -βιος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βίος
→ δείτε τη λέξη ζωή |
Πηγές
[επεξεργασία]- βίος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βίος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βίος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίος αρσενικό
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίος ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- βιός ουδέτερο
Πηγές
[επεξεργασία]- βίος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βίος | οἱ | βίοι |
γενική | τοῦ | βίου | τῶν | βίων |
δοτική | τῷ | βίῳ | τοῖς | βίοις |
αιτιατική | τὸν | βίον | τοὺς | βίους |
κλητική ὦ! | βίε | βίοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βίος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷeyh₃- (ζω) → δείτε και το λατινικό vivo
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βίος, -ου αρσενικό
- βίος, τρόπος διαβίωσης
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 491 (491-492)
- ζώεις δ᾽ ἀγαθὸν βίον· αὐτὰρ ἐγώ γε | πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω.»
- ζεις μια ζωή της προκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ | περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ζώεις δ᾽ ἀγαθὸν βίον· αὐτὰρ ἐγώ γε | πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω.»
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 21
- ἐξελέγξω δὲ πρῶτον μὲν ὅσ᾽ αὐτὸς ὑβρίσθην, ἔπειθ᾽ ὅσ᾽ ὑμεῖς· μετὰ ταῦτα δὲ καὶ τὸν ἄλλον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βίον αὐτοῦ πάντ᾽ ἐξετάσω, καὶ δείξω πολλῶν θανάτων, οὐχ ἑνὸς ὄντ᾽ ἄξιον.
- Θα αποδείξω πρώτα τις προσβολές που δέχθηκα εγώ και στη συνέχεια όσες υποφέρατε σεις· έπειτα θα εξετάσω και όλη την υπόλοιπη ζωή του κατηγορουμένου και θα δείξω ότι του αξίζει να καταδικασθεί όχι μία, αλλά πολλές φορές σε θάνατο.
- Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- ἐξελέγξω δὲ πρῶτον μὲν ὅσ᾽ αὐτὸς ὑβρίσθην, ἔπειθ᾽ ὅσ᾽ ὑμεῖς· μετὰ ταῦτα δὲ καὶ τὸν ἄλλον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, βίον αὐτοῦ πάντ᾽ ἐξετάσω, καὶ δείξω πολλῶν θανάτων, οὐχ ἑνὸς ὄντ᾽ ἄξιον.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 15 (ο. Τηλεμάχου ἐπάνοδος.), στίχ. 491 (491-492)
- διάρκεια της ζωής
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 115, [118 N.] — *84, @scaife.perseus
- ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες.
- ※ 4ος/5ος κε αιώνας Παλλαδάς στην ⌘ Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 10ο, επίγραμμα 72 Παλλαδά @poesialatina.it @books.google.gr
- Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον· ἢ μάθε παίζειν | τὴν σπουδὴν μεταθεὶς ἢ φέρε τὰς ὀδύνας.
- Όλη η ζωή είναι θέατρο και παιχνίδι. Ή μάθε να παίζεις | αφήνοντας στην άκρη τη σοβαρότητα ή υπέμεινε τα βάσανα.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον· ἢ μάθε παίζειν | τὴν σπουδὴν μεταθεὶς ἢ φέρε τὰς ὀδύνας.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας Δημόκριτος, Απόσπασμα, 115, [118 N.] — *84, @scaife.perseus
- τα προς το ζην, περιουσία, εισόδημα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 42 (42-44)
- Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν. | ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο | ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα·
- Γιατί οι θεοί τα αναγκαία της ζωής τα ᾽χουν κρυμμένα απ᾽ τους ανθρώπους. | Αλλιώς με ευκολία θα δούλευες για μιαν ημέρα | και θα ᾽χες για μια ολόκληρη χρονιά τα απαραίτητα, ακόμη κι αν άεργος καθόσουν.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Κρύψαντες γὰρ ἔχουσι θεοὶ βίον ἀνθρώποισιν. | ῥηιδίως γάρ κεν καὶ ἐπ᾽ ἤματι ἐργάσσαιο | ὥστε σε κεἰς ἐνιαυτὸν ἔχειν καὶ ἀεργὸν ἐόντα·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 8 (Οὐρανία), 106.3
- Ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε, τί σε ἐγὼ κακὸν ἢ αὐτὸς ἢ τῶν ἐμῶν τις ἐργάσατο, ἢ σὲ ἢ τῶν σῶν τινα, ὅτι με ἀντ᾽ ἀνδρὸς ἐποίησας τὸ μηδὲν εἶναι;
- «Άνθρωπε που απόχτησες την περιουσία σου με τις πιο ανόσιες επιχειρήσεις απ᾽ όσες είδε ο κόσμος ώς τώρα, τί κακό ή εγώ ο ίδιος ή κάποιος απ᾽ την οικογένειά μου σου έκανε, ή σε σένα ή σε κάποιον απ᾽ τους δικούς σου, και με κατάντησες, από άντρας που ήμουνα, ένα μηδενικό;
- Μετάφραση (1995): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ὦ πάντων ἀνδρῶν ἤδη μάλιστα ἀπ᾽ ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε, τί σε ἐγὼ κακὸν ἢ αὐτὸς ἢ τῶν ἐμῶν τις ἐργάσατο, ἢ σὲ ἢ τῶν σῶν τινα, ὅτι με ἀντ᾽ ἀνδρὸς ἐποίησας τὸ μηδὲν εἶναι;
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 6.11
- Ὅτι μέν, ὦ Σώκρατες, κάλλιστόν τε καὶ ἄριστον καὶ ἥδιστον ἀπὸ γεωργίας τὸν βίον ποιεῖσθαι πάνυ μοι δοκῶ πεπεῖσθαι ἱκανῶς·
- Σωκράτη, είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι το πιο ωραίο, το πιο ευγενικό και το πιο ευχάριστο πράγμα είναι το να ζει κανείς από τη γεωργία·
- Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
- Ὅτι μέν, ὦ Σώκρατες, κάλλιστόν τε καὶ ἄριστον καὶ ἥδιστον ἀπὸ γεωργίας τὸν βίον ποιεῖσθαι πάνυ μοι δοκῶ πεπεῖσθαι ἱκανῶς·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 42 (42-44)
- βιογραφία
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 1.1
- Τὸν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως βίον καὶ τὸν Καίσαρος, ὑφ᾽ οὗ κατελύθη Πομπήϊος, ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ γράφοντες, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὑποκειμένων πράξεων οὐδὲν ἄλλο προεροῦμεν ἢ παραιτησόμεθα τοὺς ἀναγινώσκοντας, ἐὰν μὴ πάντα μηδὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐξειργασμένως τι τῶν περιβοήτων ἀπαγγέλλωμεν, ἀλλ᾽ ἐπιτέμνοντες τὰ πλεῖστα, μὴ συκοφαντεῖν.
- Γράφοντας στο βιβλίο αυτό για τη ζωή του βασιλιά Αλέξανδρου και του Καίσαρα, από τον οποίο ανατράπηκε ο Πομπήιος, δεν θα κάνουμε, λόγω της πληθώρας των πράξεων που πραγματευόμαστε, κανέναν άλλον πρόλογο παρά θα ζητήσουμε από τους αναγνώστες να μη μας κατακρίνουν, εάν δεν καλύψουμε τα πάντα μήτε και αναφερθούμε λεπτομερώς στην καθεμιά χωριστά από τις περιβόητες πράξεις τους, αλλά μιλήσουμε συνοπτικά για τις περισσότερες από αυτές.
- Κείμενο & Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
- Τὸν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως βίον καὶ τὸν Καίσαρος, ὑφ᾽ οὗ κατελύθη Πομπήϊος, ἐν τούτῳ τῷ βιβλίῳ γράφοντες, διὰ τὸ πλῆθος τῶν ὑποκειμένων πράξεων οὐδὲν ἄλλο προεροῦμεν ἢ παραιτησόμεθα τοὺς ἀναγινώσκοντας, ἐὰν μὴ πάντα μηδὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐξειργασμένως τι τῶν περιβοήτων ἀπαγγέλλωμεν, ἀλλ᾽ ἐπιτέμνοντες τὰ πλεῖστα, μὴ συκοφαντεῖν.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Ἀλέξανδρος, 1.1
- κατοικία, διαμονή
Συγγενικά
[επεξεργασία]όπως
- ἄβιος
- ἁβρόβιος
- ἀεξίβιος
- αἰωνόβιος
- ἀλειφόβιος
- ἀλιτρόβιος
- ἀλκίβιος
- ἁμαξόβιος
- ἀμαυρόβιος
- ἀμετρόβιος
- ἀμφίβιος
- ἀμιμητόβιος
- ἀναπηρόβιος
- ἀνδρόβιος
- ἀθεσμόβιος
- ἀργόβιος
- ἀριστόβιος
- ἁρπαξίβιος
- ἀτέμβιος
- αὐξοβίος
- βιοσσόος
- βιοστερής
- βραχύβιος
- δηρόβιος
- δύσβιος
- δωσίβιος
- ἑξαμηνόβιος
- ἐφημερόβιος
- ἔκβιος
- ἔμβιος
- ἐνυδρόβιος
- ἐνυγρόβιος
- ἐπίβιος
- εὔβιος
- ἡδύβιος
- ἡμερόβιος
- ἡμίβιος
- ἰθύβιος
- ἰσόβιος
- κακόβιος
- καλόβιος
- κοινόβιος
- κτησίβιος
- λαμπρόβιος
- λιμνόβιος
- λιτόβιος
- λυπρόβιος
- λυχνόβιος
- μακρόβιος
- μεγαλόβιος
- μελάμβιος
- μελλέβιος
- μεσόβιος
- μιμόβιος
- μυρμηκόβιος
- ναυσίβιος
- νυκτερόβιος
- νυκτίβιος
- νυκτόβιος
- οἰκόβιος
- οἰκτρόβιος
- οἰόβιος
- ὀλβιόβιος
- ὀλιγόβιος
- ὁμόβιος
- ὁμοιόβιος
- ὀρέσβιος
- Ὀρέσβιος
- παλίμβιος
- πολύβιος
- πυρίβιος
- ῥιγεσίβιος
- ῥυπαρόβιος
- σκληρόβιος
- συκόβιος
- σύμβιος
- τηλέβιος
- τηθίβιος
- τρυφερόβιος
- τρυσίβιος
- ὑγρόβιος
- ὑλόβιος
- ὑπηνόβιος
- φαυλόβιος
- φερέσβιος
- χειρόβιος
- χερσόβιος
Πηγές
[επεξεργασία]- βίος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βίος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Δημοσθένη (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ηρόδοτο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ξενοφώντα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)