βίωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βίωμα | τα | βιώματα |
γενική | του | βιώματος | των | βιωμάτων |
αιτιατική | το | βίωμα | τα | βιώματα |
κλητική | βίωμα | βιώματα | ||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βίωμα < βιώνω + -μα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εrlebnis
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βίωμα ουδέτερο
- εμπειρία που αποκτά κάποιος όταν έχει ζήσει ένα σημαντικό ή καθοριστικό γεγονός προσωπικά
- θρησκευτικό βίωμα, τραυματικό βίωμα, συλλογικό βίωμα (π.χ. της ελληνικής φυλής)
- ο καθένας κρίνει με τα βιώματά του (ανάλογα με τις εμπειρίες του)
- του έχει γίνει βίωμα (έντονη κατάσταση, βαθιά γνώση αρνητική ή θετική)
[επεξεργασία]
- βιωματικά
- βιωματικός
- → δείτε τις λέξεις βιώνω και βίος