experience
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ex‐pe‐ri‐ence
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
experience | experiences |
experience (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εμπειρία
- (μετρήσιμο) η δραστηριότητα που έχει πραγματοποιηθεί
- (μετρήσιμο) η συλλογή εκδηλώσεων ή/και δραστηριοτήτων από τις οποίες ένα άτομο ή μια ομάδα μπορεί να συγκεντρώσει γνώσεις, απόψεις και δεξιότητες
- (μη μετρήσιμο) η γνώση
- (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | experience |
γ΄ ενικό ενεστώτα | experiences |
αόριστος | experienced |
παθητική μετοχή | experienced |
ενεργητική μετοχή | experiencing |
experience (en)
- το να αισθάνομαι, νιώθω κάτι
- το να βιώνω κάτι, περνάω
- ↪ I experience difficulties.
- Περνώ δυσκολίες.
- ↪ I experience difficulties.
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Κατηγορίες:
- Pages that use Phonos
- Pages with Phonos rendering errors
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Παρωχημένες σημασίες όρων (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)