experience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: expérience

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ex‐pe‐ri‐ence

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
experience experiences

experience (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η εμπειρία
  2. (μετρήσιμο) η δραστηριότητα που έχει πραγματοποιηθεί
  3. (μετρήσιμο) η συλλογή εκδηλώσεων ή/και δραστηριοτήτων από τις οποίες ένα άτομο ή μια ομάδα μπορεί να συγκεντρώσει γνώσεις, απόψεις και δεξιότητες
  4. (μη μετρήσιμο) η γνώση
     αντώνυμα: inexperience
  5. (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας experience
γ΄ ενικό ενεστώτα experiences
αόριστος experienced
παθητική μετοχή experienced
ενεργητική μετοχή experiencing

experience (en)

  1. βιώνω, ζω, δοκιμάζω, περνάω, μου συμβαίνει μια συγκεκριμένη κατάσταση
    At a tender age, he experienced the horrors of war.
    Σε τρυφερή ηλικία βίωσε τη φρίκη του πολέμου.
    We experienced something terrible!
    Ζήσαμε κάτι φοβερό!
    She experienced up close her grandmother’s illness.
    Έζησε από κοντά την αρρώστια της γιαγιάς της.
    He experiences successes and failures.
    Δοκίμασε επιτυχίες και αποτυχίες.
    I am experiencing difficulties.
    Δοκιμάζω/Περνώ δυσκολίες.
     συνώνυμα:  go through και live through
  2. δοκιμάζω, περνάω, νιώθω ένα ψυχικό ή σωματικό συναίσθημα
    I experienced bitter disappointment.
    Δοκίμασα πικρή απογοήτευση.
    We experienced a lot of distress.
    Περάσαμε πολλές στενοχώριες.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]