experience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: expérience

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪkˈspɪə.ri.əns/ (βρετανικό)
file=LL-Q1860 (eng)-Back ache-experience.wav 
ΔΦΑ : /ɪkˈspɪr.i.əns/ (ΗΠΑ)
file=En-us-experience.ogg 
τυπογραφικός συλλαβισμός: ex‐pe‐ri‐ence

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
experience experiences

experience (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  1. η εμπειρία
  2. (μετρήσιμο) η δραστηριότητα που έχει πραγματοποιηθεί
  3. (μετρήσιμο) η συλλογή εκδηλώσεων ή/και δραστηριοτήτων από τις οποίες ένα άτομο ή μια ομάδα μπορεί να συγκεντρώσει γνώσεις, απόψεις και δεξιότητες
  4. (μη μετρήσιμο) η γνώση
     αντώνυμα: inexperience
  5. (παρωχημένο, μη μετρήσιμο) η δοκιμασία, το πείραμα

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας experience
γ΄ ενικό ενεστώτα experiences
αόριστος experienced
παθητική μετοχή experienced
ενεργητική μετοχή experiencing

experience (en)

  1. το να αισθάνομαι, νιώθω κάτι
  2. το να βιώνω κάτι, περνάω
    I experience difficulties.
    Περνώ δυσκολίες.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περνώ