expérience

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: experience

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
expérience expériences

expérience (fr) θηλυκό

  1. η εμπειρία, η πείρα
    il a de l'expérience - είναι έμπειρος
  2. το πείραμα
    il aime faire des expériences - του αρέσει να κάνει πειράματα