πείραμα
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πείραμα | πειράματα |
γενική | πειράματος | πειραμάτων |
αιτιατική | πείραμα | πειράματα |
κλητική | πείραμα | πειράματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πείραμα < μεσαιωνική ελληνική πείραμα < αρχαία ελληνική πειρῶμαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πείραμα ουδέτερο
- παρατήρηση ενός φαινομένου κατά τις κατάλληλες συνθήκες οι οποίες μπορούν να ξαναδημιουργηθούν, με σκοπό τον έλεγχο μιας επιστημονικής θεωρίας
- δοκιμή μιας μεθόδου ή μιας προσέγγισης για να διαπιστωθεί αν είναι κατάλληλη για μια ορισμένη χρήση
- εφαρμογή ενός σχεδίου που δεν έχει δοκιμαστεί, με την ελπίδα ότι θα επιτύχει
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πείραμα