συνθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνθήκη οι συνθήκες
      γενική της συνθήκης των συνθηκών
    αιτιατική τη συνθήκη τις συνθήκες
     κλητική συνθήκη συνθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνθήκη < συντίθημι (< σύν + τίθημι). Αναλύεται σε συν- + -θήκη
για τα δεδομένα κατάστασης < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική condition [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνθήκη θηλυκό

  1. μια συμφωνία ανάμεσα σε χώρες, μια σύμβαση
  2. τα δεδομένα που διαμορφώνουν μια κατάσταση
  3. (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) λογική έκφραση, που μπορεί να είναι αληθής (true) ή ψευδής (false)
    Η έκφραση: a > b, είναι αληθής όταν η τιμή του a είναι μεγαλύτερη του b, αλλιώς είναι ψευδής

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]