συνθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνθήκη | οι | συνθήκες |
γενική | της | συνθήκης | των | συνθηκών |
αιτιατική | τη | συνθήκη | τις | συνθήκες |
κλητική | συνθήκη | συνθήκες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνθήκη < αρχαία ελληνική συνθήκη < συντίθημι < σύν + τίθημι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνθήκη θηλυκό
- μια συμφωνία ανάμεσα σε χώρες, μια σύμβαση
- μια κατάσταση
- ※ Αδυνατώ να πιστέψω πως μετά από πέντε ή έξι μέρες ταξίδι σε αυτές τις συνθήκες, (…) θα καταφέρουν να φτάσουν όλοι ζωτανοί. («Η Χάννα δεν κλείνει ποτέ τα μάτια», σ. 77-78)
- (λογική, μαθηματικά, προγραμματισμός) λογική έκφραση, που μπορεί να είναι αληθής (true) ή ψευδής (false)
- Η έκφραση: a > b, είναι αληθής όταν η τιμή του a είναι μεγαλύτερη του b, αλλιώς είναι ψευδής
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνθήκη
περίσταση, ανάλογα την περίπτωση, αν με παίρνει η στιγμή εκείνη, συμβόλαιο, φαινόμενο.