Μετάβαση στο περιεχόμενο

treaty

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
treaty treaties

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

treaty (en)

  • η συνθήκη, διεθνής συμφωνία
      a peace treaty - συνθήκη ειρήνης