treaty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
treaty | treaties |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
treaty (en)
- συνθήκη (διεθνής συμφωνία)
ενικός | πληθυντικός |
treaty | treaties |
treaty (en)