εκδήλωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκδήλωση οι εκδηλώσεις
      γενική της εκδήλωσης* των εκδηλώσεων
    αιτιατική την εκδήλωση τις εκδηλώσεις
     κλητική εκδήλωση εκδηλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδηλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκδήλωση < εκδήλωσις < εκδηλώνω + -σις < (3. (μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά manifestation)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκδήλωση θηλυκό

  1. η εμφάνιση, η παρουσίαση
  2. η φανέρωση, η κοινοποίηση (μιας σκέψης, ενός συναισθήματος κ.λπ.)
  3. η διοργάνωση μιας δημόσιας συνεργατικής πράξης ή δραστηριότητας για ποικίλους σκοπούς (εορταστικούς, επετειακούς, διαμαρτυρίας κ.ά.)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]