εμφάνιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμφάνιση | οι | εμφανίσεις |
γενική | της | εμφάνισης* | των | εμφανίσεων |
αιτιατική | την | εμφάνιση | τις | εμφανίσεις |
κλητική | εμφάνιση | εμφανίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφανίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμφάνιση < αρχαία ελληνική ἐμφάνισις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eɱˈfa.ni.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμφάνιση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του εμφανίζω/εμφανίζομαι, το να έρχεται κάτι σε σημείο που μπορούν να το δουν
- η διαδικασία του εμφανίζω/εμφανίζομαι..
- το παρουσιαστικό κάποιου ατόμου, το πως φαίνεται στους άλλους
- φοράει ότι ρούχα νάναι, δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την εμφάνισή της
- η διαδικασία μετατροπής φωτογραφικού φιλμ ή άλλου φωτοευαίσθητου υλικού σε μορφή αρνητικού
- έδωσα το φιλμ για εμφάνιση
- (ειδικότερα) το πρώτο στάδιο της εμφάνισης(4), πριν τη στερέωση
- η διαδικασία δημιουργίας φωτογραφιών από φιλμ
- το χημικό υλικό που χρησιμοποιείται για την εμφάνιση (5)
- αγόρασα τρία μπουκάλια εμφάνιση και ένα στερέωση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμφάνιση
στάδιο επεξεργασίας φιλμ