development

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
development developments

Ετυμολογία [επεξεργασία]

development < develop + -ment

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

development (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός) η εξέλιξη, ένα νέο γεγονός ή στάδιο που είναι πιθανό να επηρεάσει αυτό που συμβαίνει σε μια τρέχουσα κατάσταση
    Developments took an unexpectedly favorable turn.
    Οι εξελίξεις πήραν απροσδόκητα ευνοϊκή τροπή.
  2. η ανάπτυξη
    συντομογραφία: dev

Πηγές[επεξεργασία]