Μετάβαση στο περιεχόμενο

develop

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας develop
γ΄ ενικό ενεστώτα develops
αόριστος developed
παθητική μετοχή developed
ενεργητική μετοχή developing

develop (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) αναπτύσσω, εξελίσσω, σταδιακά μεγαλώνω ή γίνομαι μεγαλύτερος, δυνατότερος κτλ. ή κάνω κάτι να μεγαλώσει
    παράδειγμα  The chicken develops in the egg.
    Το κοτόπουλο αναπτύσσεται μέσα στο αυγό.
    παράδειγμα  Reading develops one’s mind.
    Με το διάβασμα αναπτύσσεται το μυαλό.
    παράδειγμα  Patras developed into a large town.
    Η Πάτρα αναπτύχθηκε σε μεγάλη πόλη.
    παράδειγμα  Our network has developed significantly in recent years.
    Το δίκτυο μας αναπτύχθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια.
    παράδειγμα  I am developing my skills.
    Εξελίσσω τις δυνατότητές μου.

Συγγενικά

[επεξεργασία]