Μετάβαση στο περιεχόμενο

developing

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

developing (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  • αναπτυσσόμενος, για μια χώρα, κοινωνία κτλ. που είναι φτωχή και προσπαθεί να κάνει τη βιομηχανία και το οικονομικό της σύστημα πιο προηγμένο
      aid to developing countries - βοήθεια προς τις αναπτυσσόμενες χώρες

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

developing (en)