developed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | developed |
συγκριτικός | more developed |
υπερθετικός | most developed |
developed (en)
- προηγμένος, για μια χώρα, κοινωνία κτλ. που έχει πολλές βιομηχανίες και πολύπλοκο οικονομικό σύστημα
- ↪ developed countries - προηγμένες χώρες
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
developed (en)