aspect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aspect (en)
- οπτική, η άποψη (ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι από μια ορισμένη θέση παρατήρησης), πτυχή πραγματικότητας-εξέτασης-επισκόπησης
- η όψη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aspect | aspects |
aspect (fr) αρσενικό
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aspect (ro)