aspect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aspect aspects

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspect (en)

  1. η άποψη, η πλευρά, η όψη, ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται κάτι από μια ορισμένη θέση παρατήρησης
    ⮡  We are examining the various aspects of a question.
    Εξετάζουμε τις διαφορές απόψεις/πλευρές ενός θέματος.
    ⮡  The problem has many aspects.
    Το πρόβλημα έχουν πολλές όψεις.
     συνώνυμα: facet
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός, επίσημο) η εμφάνιση, η ενδυμασία και γενικά η εξωτερική εικόνα κάποιου ή η όψη, το ανθρώπινο πρόσωπο και ιδίως η έκφρασή του
    ⮡  a man with an unhealthy aspect - άνθρωπος με αρρωστιάρικη εμφάνιση
    ⮡  a man with a fierce aspect - άνθρωπος με άγρια όψη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη appearance
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, γραμματική) το ποιόν ενέργειας



      ενικός         πληθυντικός  
aspect aspects

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspect (fr) αρσενικό

  1. η εμφάνιση
  2. η άποψη
  3. η θωριά
  4. η όψη
  5. η πτυχή



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aspect (ro)