facet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- έδρα πολύεδρου
- surface of a gemstone, surface of a dodecahedron
- (μεταφορικά) όψη, πλευρά αντικειμένου (υλικού, επιστημονικού, συζήτησης, ιδέας κτλ.)
- (μεταφορικά) οπτική σχετικά με κάποιο θέμα
- Συνώνυμα: aspect of (sth)
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
facet (pl) αρσενικό
- ο τύπος (κάποιος άντρας)