Μετάβαση στο περιεχόμενο

facet

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
facet facets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facet (en)

  1. η πτυχή, η όψη, η πλευρά αντικειμένου, υλικού, επιστημονικού, συζήτησης, ιδέας κτλ.
      I am examining all facets of a problem/a case.
    Εξετάζω όλες τις πτυχές ενός προβλήματος/μιας υπόθεσης.
     συνώνυμα: aspect
  2. η έδρα ενός πολύτιμου λίθου
      the facet of a diamond - η έδρα ενός διαμαντιού

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

facet (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]