έδρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἕδρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έδρα οι έδρες
      γενική της έδρας των εδρών
    αιτιατική την έδρα τις έδρες
     κλητική έδρα έδρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
έδρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕδρα (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sed-)
Δάσκαλος στην έδρα του.
Κύβος με την πάνω έδρα του χρωματισμένη.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.ðɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έ‐δρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

έδρα θηλυκό

  1. το κάθισμα, η θέση, η βάση
  2. το γραφείο του δασκάλου στη σχολική αίθουσα
  3. το επίκεντρο
    Πολλοί θεωρούν την καρδιά ως την ἐδρα των συναισθημάτων.
  4. (βουλή) η κατοχή της βουλευτικής ιδιότητας
    Μετά τις καταγγελίες εναντίον του έχασε τη βουλευτική έδρα του.
  5. (αθλητισμός) το γήπεδο που ανήκει σε μια ομάδα
  6. (οργανισμοί) η πόλη στην οποία στεγάζονται οι κεντρικές υπηρεσίες ενός οργανισμού, μιας εταιρείας κλπ
    → δείτε Αγία Έδρα το Βατικανό
  7. (γεωμετρία) κάθε μια από τις επίπεδες επιφάνειες ενός στερεού σώματος
    ο κύβος έχει έξι έδρες
  8. (ανατομία, ανθρώπινο σώμα) ο πρωκτός
  9. (μηχανολογία) το σημείο στήριξης μηχανικών μερών
     συνώνυμα: έδρανο

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
εδρ- 

και

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. έδρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. έδραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)