face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
face | faces |
face (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | face |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | faces |
αόριστος | faced |
παθητική μετοχή | faced |
ενεργητική μετοχή | facing |
face (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
face | faces |
face (fr)) θηλυκό
- η όψη
- la face cachée de la Lune - η κρυμμένη όψη της Σελήνης
- (οικείο) το πρόσωπο, η φάτσα
- η « κορόνα », το μέρος ενός νομίσματος που φέρει ένα ανάγλυφο σχέδιο, π.χ. ένα πρόσωπο, κ.α.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- pile ou face: « κορόνα ή γράμματα »
Ρουμανικά (ro) [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
face (ro)