straight face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
straight face (en)
- (ιδιωματισμός) προσπαθώ να μη γελάσω ή να χαμογελάω, αν και βρίσκω κάτι αστείο
- ↪ I am keeping a straight face.
- Κρατιέμαι να μη γελάσω.
- ↪ I am keeping a straight face.