straight

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός straight
συγκριτικός straighter
υπερθετικός straightest

straight (en)

  1. ίσιος, ευθύς, χωρίς καμπύλες
    ⮡  a straight road - ίσιος δρόμος
    ⮡  a straight line - ευθεία γραμμή
  2. όρθιος, ίσιος, επίπεδος
    ⮡  Keep your back straight, don’t slouch.
    Κράτα το κορμί σου ίσιο, μην καμπουριάζεις.
    ⮡  Can you stand the bottle up straight?
    Μπορείς να στήσεις το μπουκάλι όρθιο;
     συνώνυμα: upright
  3. ευθύς, ντόμπρος, ειλικρινής
    ⮡  I want to be straight with you.
    Θέλω να είμαι ευθύς μαζί σου.
    ⮡  I demand a straight answer.
    Απαιτώ μια ντόμπρη απάντηση.
  4. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) συνεχής, διαδοχικός και χωρίς διακοπή
    ⮡  I won ten straight games.
    Κέρδισα δέκα συνεχή παιχνίδια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη consecutive
  5. σκέτος, για ένα αλκοολούχο ποτό χωρίς νερό ή οτιδήποτε άλλο
    ⮡  a straight whiskey/a whiskey straight - σκέτο ουίσκι
  6. (ανεπίσημο) στρέιτ, ετεροφυλόφιλος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη heterosexual

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός straight
συγκριτικός straighter
υπερθετικός straightest

straight (en)

  1. ίσια, κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή
    ⮡  Move straight ahead!
    Προχώρα ίσια μπροστά!
    ⮡  Look straight in front of you.
    Κοίτα κατευθείαν μπροστά σου.
    ⮡  You will turn right and then keep going straight (ahead).
    Θα στρίψετε δεξιά και στη συνέχεια θα προχωρήσετε ευθεία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη directly
  2. ίσια, κατευθείαν, αμέσως και χωρίς παρεκκλίσεις από την καθορισμένη πορεία ή χωρίς στάσεις ή ενδιάμεσους σταθμούς
    ⮡  He came straight to my office.
    Ήρθε ίσια στο γραφείο μου.
    ⮡  I went straight home.
    Πήγα κατευθείαν σπίτι.
    ⮡  I will go straight to the manager.
    Θα πάω κατευθείαν στο διευθυντή.
    ⮡  This year, we went from summer straight into winter.
    Φέτος, μπήκαμε από το καλοκαίρι κατευθείαν στο χειμώνα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις directly και immediately
  3. ίσια, σε επίπεδη ή κάθετη θέση· στη σωστή θέση
    ⮡  Sit (up) straight!
    Κάθισε ίσια!
  4. (μερικές φορές με up/out) στα ίσια, κατευθείαν, ειλικρινά και άμεσα
    ⮡  He straight (out) refused to help us.
    Αρνήθηκε στα ίσια να μας βοηθήσει.
    ⮡  I told him straight (up) what I thought of him.
    Του είπα στα ίσια τι σκεφτόμουν γι' αυτόν.
    ⮡  I will tell it to him straight.
    Θα του τα πω κατευθείαν.
  5. αδιάκοπα, συνεχώς, χωρίς διακοπή
    ⮡  It has been snowing for the last few days straight.
    Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuously

Σύνθετα

[επεξεργασία]