ίσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ίσια, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ίσιος στον πληθυντικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈi.sça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ί‐σια
Επίρρημα
[επεξεργασία]ίσια και λαϊκό ίσα (τροπικό επίρρημα)
- ευθεία
- ⮡ τον είδα να προχωρά ίσια προς το γκρεμό (κατευθείαν)
- ⮡ κόψ' το 'ίσια το ύφασμα (ευθύγραμμα)
- ευθέως
- ⮡ Θα στο πω στα ίσια: δε θέλω να σε παντρευτώ!
- ※ Τη ρώτησε έτσι απλά και ίσια. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
- μέχρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ίσια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ίσιο, ουδέτερο του ίσιος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ίσια του θηλυκού