ευθέως
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευθέως < αρχαία ελληνική εὐθέως < εὐθύς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευθέως
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευθέως
ευθέως