Μετάβαση στο περιεχόμενο

ειλικρινά

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ειλικρινά < ειλικρινής + < (ελληνιστική κοινή)

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ειλικρινά

  • με ειλικρινή τρόπο, χωρίς προσποιήσεις, αληθινά
    • ειλικρινά, δεν ξέρω πώς κατάφερα να γράψω καλά στις εξετάσεις, αφού δεν διάβασα
    • μιλούσε απλά και ειλικρινά στο κοινό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]