ειλικρινής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ειλικρινής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰλικρινής (αρχαία σημασία: αμιγής, χωρίς προσμείξεις) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.li.kɾiˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐λι‐κρι‐νής
Επίθετο[επεξεργασία]
ειλικρινής, -ής, -ές
- (για πρόσωπο) που λέει την αλήθεια, που εκφράζει τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματά του
- (για ενέργεια) που εκφράζει τις πραγματικές σκέψεις και συναισθήματα κάποιου
- ειλικρινείς ευχαριστίες
- ≠ αντώνυμα: ψεύτικος, προσποιητός, υποκριτικός
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ειλικρινής
[επεξεργασία]
- ↑ ειλικρινής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)