frankly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

frankly < frank + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

frankly (en)

  1. ειλικρινά
    Frankly, I believe it
    Ειλικρινά, το πιστεύω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη honestly