ευθύς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευθύς | η | ευθεία | το | ευθύ |
γενική | του | ευθύ & ευθέος |
της | ευθείας | του | ευθέος |
αιτιατική | τον | ευθύ | την | ευθεία | το | ευθύ |
κλητική | ευθύ | ευθεία | ευθύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευθείς | οι | ευθείες | τα | ευθέα |
γενική | των | ευθέων | των | ευθειών | των | ευθέων |
αιτιατική | τους | ευθείς | τις | ευθείες | τα | ευθέα |
κλητική | ευθείς | ευθείες | ευθέα | |||
Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈfθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐θύς
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ευθύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθύς
Επίθετο
[επεξεργασία]ευθύς, -εία, -ύ
- ίσιος
- ειλικρινής και άμεσος
Συγγενικά
[επεξεργασία] ετυμολογικό πεδίο
ευθυ-
ευθυ-
Σύνθετα
[επεξεργασία]όπως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]ευθύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐθύς
Επίρρημα
[επεξεργασία]ευθύς (χρονικό επίρρημα)
- αμέσως, χωρίς καθυστέρηση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ευθύς εξαρχής: από την αρχή
- ⮡ το ξεκαθάρισα ευθύς εξαρχής ότι είμαι εδώ μόνο για να ακούσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευθύς
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ευθύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ευθύς' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Χρονικά επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)