ευθύς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθύς < αρχαία ελληνική εὐθύς
Επίθετο[επεξεργασία]
ευθύς -εία -ύ
- ίσιος
- ειλικρινής και άμεσος
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ευθύαυλος
- ευθυβόλος
- ευθυγραμμία
- ευθυγράμμιση
- ευθυγραμμίζω
- ευθύγραμμα
- ευθύγραμμος
- ευθυδικία
- ευθυκρισία
- ευθύπορος
- ευθύτομος
- ευθυφερής
- Ευθύφρων
- ευθύφρων
- ευθύωρος
- ευθυτενής
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ευθύς εξαρχής: από την αρχή
- το ξεκαθάρισα ευθύς εξαρχής ότι είμαι εδώ μόνο για να ακούσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθύς
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ευθύς< απ' το επίθετο ευθύς
Επίρρημα[επεξεργασία]
ευθύς
- αμέσως, χωρίς καθυστέρηση.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευθύς