direct
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | direct |
συγκριτικός | more direct |
υπερθετικός | most direct |
direct (en)
- ευθύς, που πηγαίνει στην ευθεία γραμμή μεταξύ δύο σημείων χωρίς να σταματά ή να αλλάζει κατεύθυνση
- ⮡ a direct route - ευθεία διαδρομή
- άμεσος, ευθύς, που γίνεται χωρίς να παρεμβάλλεται κάτι άλλο πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια
- ⮡ I am in direct contact with him.
- Βρίσκομαι σε άμεση επαφή με αυτόν.
- ⮡ I am in direct contact with him.
- απερίφραστος
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | direct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | directs |
αόριστος | directed |
παθητική μετοχή | directed |
ενεργητική μετοχή | directing |
direct (en)
- (μεταβατικό) αφορώ, κατευθύνω κάτι σε έναν συγκεκριμένο στόχο ή άτομο, ή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- (μεταβατικό, επίσημο) διατάζω, δίνω επίσημη διαταγή
- διευθύνω
- κατευθύνω, στρέφω
- απευθύνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- direct (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- direct (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- direct (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 149. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφορώ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | direct | directs |
θηλυκό | directe | directes |
direct (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
direct | directs |
direct (fr) αρσενικό