direct

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός direct
συγκριτικός more direct
υπερθετικός most direct

direct (en)

  1. ευθύς, απευθείας, κατευθείαν, που πηγαίνει στην ευθεία γραμμή μεταξύ δύο σημείων χωρίς να σταματά ή να αλλάζει κατεύθυνση
    ⮡  a direct route - ευθεία διαδρομή
    ⮡  a direct flight to New York - απευθείας πτήση για Νέα Υόρκη
    ⮡  a direct flight connection to Australia - κατευθείαν αεροπορική σύνδεση με την Αυστραλία
  2. άμεσος, ευθύς, απευθείας, που γίνεται χωρίς να παρεμβάλλεται κάτι άλλο πρόσωπο, πράγμα ή ενέργεια
    ⮡  I am in direct contact with him.
    Βρίσκομαι σε άμεση επαφή με αυτόν.
    ⮡  The poor political situation led to direct intervention by the military.
    Η κακή πολιτική κατάσταση οδήγησε σε ευθεία παρέμβαση του στρατού.
    ⮡  There are direct talks between the two communities in Cyprus.
    Υπάρχουν απευθείας συνομιλίες των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.
  3. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) άμεσος, χωρίς τίποτα ανάμεσα σε κάτι και την πηγή της θερμότητας ή του φωτός
    ⮡  Halogen cooktops provide direct heating.
    Οι σόμπες αλογόνου παρέχουν άμεση θέρμανση.
    ⮡  Infants and young children should not be exposed to direct sunlight.
    Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται στο άμεσο ηλιακό φως.
  4. ευθύς, απερίφραστος και ντόμπρος
    ⮡  I demand a direct answer.
    Απαιτώ μια ευθεία απάντηση.
    ⮡  I want to be direct with you.
    Θέλω να είμαι ευθύς μαζί σου.
     συνώνυμα: straight
  5. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) άμεσος, για αποδείξεις που δείχνουν ξεκάθαρα κάτι
    ⮡  Although many people believe that forensic evidence is direct evidence, it is often considered as circumstantial evidence.
    Αν και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι τα εγκληματολογικά στοιχεία είναι άμεσες αποδείξεις, συχνά θεωρούνται ως έμμεσες αποδείξεις.
  6. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) ακριβής
    ⮡  It’s the direct opposite of what he said.
    Είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που είπε.
    ⮡  a direct quote of some excerpts - ακριβής παράθεση κάποιων αποσπασμάτων
  7. (μόνο πριν από το ουσιαστικό) άμεσος, για σχέσεις
    ⮡  someone’s direct ancestors/descendants/heirs - οι άμεσοι πρόγονοι/απόγονοι/κληρονόμοι κάποιου

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός direct
συγκριτικός more direct
υπερθετικός most direct

direct (en)

  1. κατευθείαν, απευθείας, χωρίς να σταματήσει ή να αλλάξει κατεύθυνση
    ⮡  She came direct to Athens.
    Ήρθε κατευθείαν στην Αθήνα.
    ⮡  She went direct to New York without going through London.
    Πήγε απευθείας στη Νέα Υόρκη χωρίς να περάσει από το Λονδίνο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη directly
  2. άμεσα, απευθείας, χωρίς κανέναν και κάτι ενδιάμεσα
    ⮡  The room connects direct into the courtyard.
    Το δωμάτιο επικοινωνεί άμεσα με την αυλή.
    ⮡  The book was translated direct from Spanish.
    Το βιβλίο μεταφράστηκε απευθείας από τα ισπανικά.
     συνώνυμα: directly
ενεστώτας direct
γ΄ ενικό ενεστώτα directs
αόριστος directed
παθητική μετοχή directed
ενεργητική μετοχή directing

direct (en)

  1. (μεταβατικό) διευθύνω, διοικώ, ηγούμαι, ελέγχω ή είμαι υπεύθυνος για κάποιον ή κάτι
    ⮡  She’s directing the branch now.
    Διευθύνει το υποκατάστημα τώρα.
    ⮡  The bank is directed by a multi-member board.
    Η τράπεζα διοικείται από πολυμελές συμβούλιο.
    ⮡  He is directing the effort to revive the party.
    Ηγείται της προσπάθειας για ανανέωση του κόμματος.
     συνώνυμα:  administer, conduct, head, head up, lead, manage και run
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) σκηνοθετώ, διευθύνω, είμαι υπεύθυνος για ηθοποιούς σε έργο ή ταινία ή μουσικούς σε μπάντα, ορχήστρα κτλ.
    ⮡  George directed the new play.
    Ο Γιώργος σκηνοθέτησε το νέο θεατρικό έργο.
    ⮡  Who is directing this series?
    Ποιος σκηνοθετεί αυτή τη σειρά;
    ⮡  He directs the choir.
    Διευθύνει τη χορωδία.
  3. (μεταβατικό) κατευθύνω, στρέφω, αφορώ, απευθύνομαι, κατευθύνω κάτι σε έναν συγκεκριμένο στόχο ή άτομο, ή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  They were directing the vehicles/the crowds to the exit.
    Κατεύθυναν τα οχήματα/τα πλήθη προς την έξοδο.
    ⮡  She directed the telescope at the moon.
    Κατεύθυνε το τηλεσκόπιο προς τη σελήνη.
    ⮡  I’m directing my efforts at improving my professional training.
    Κατευθύνω τις προσπάθειές μου στη βελτίωση της επαγγελματικής μου κατάρτισης.
    ⮡  The remarks are not directed at you.
    Οι παρατηρήσεις δεν στρέφονται εναντίον σου.
    ⮡  They tried to direct his attention elsewhere.
    Προσπάθησαν να στρέψουν την προσοχή του αλλού.
    ⮡  The dig wasn’t directed at you.
    Η μπηχτή δεν αφορούσε εσένα.
    ⮡  This book is directed at beginners.
    Αυτό το βιβλίο απευθύνεται σε αρχαρίους.
     συνώνυμα: aim
  4. (μεταβατικό) οδηγώ, λέω ή δείχνω σε κάποιον πώς να φτάσει κάπου ή πού να πάει
    ⮡  They directed them to their seats.
    Τους οδήγησαν στις θέσεις τους.
    ⮡  Can you direct me to the airport? (=Can you tell me how to get to the airport?)
    Μπορείτε να μου πείτε πως θα πάω στο αεροδρόμιο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη lead
  5. (μεταβατικό, επίσημο) διατάζω, δίνω επίσημη διαταγή
    ⮡  He directed him to have the plane take off from the first runway.
    Τον διέταξε να απογειώσει το αεροπλάνο από τον πρώτο διάδρομο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη order
  6. (μεταβατικό, επίσημο) απευθύνω, στέλνω ένα γράμμα κτλ. σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή σε ένα συγκεκριμένο άτομο
    ⮡  All new letters should be directed to our new address.
    Όλα τα γράμματα πρέπει ν' απευθύνονται στη νέα μας διεύθυνση.
    ⮡  Direct your requests to the director.
    Απευθύνετε τις παρακλήσεις σας στον διευθυντή.

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό direct directs
θηλυκό directe directes

direct (fr)

  1. άμεσος
  2. απερίφραστος
  3. ευθύς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
direct directs

direct (fr) αρσενικό