run

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
run runs

run (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας run
γ΄ ενικό ενεστώτα runs
αόριστος ran
παθητική μετοχή run
ενεργητική μετοχή running
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

run (en)

  1. τρέχω
  2. βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
  3. (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα: start, launch, execute, open, (ανεπίσημο) fire up

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • in the long run
  • run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.
  • run out (of): να έχεις ξεμείνει από αποθέματα.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]