run
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
run | runs |
run (en)
- λειτουργία, περίοδος λειτουργίας
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | run |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs |
αόριστος | ran |
παθητική μετοχή | run |
ενεργητική μετοχή | running |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
run (en)
- τρέχω
- βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
- (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- in the long run
- run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.
- run out (of): να έχεις ξεμείνει από αποθέματα.