launch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
launch (en)
- εκτοξεύω, εξαπολύω
- (παρωχημένο) χτυπώ κάποιον με κοντάρι
- καθελκύω σκάφος
- ξεκινώ μια ενέργεια
- (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
launch | launches |
launch (en)