launch into
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | launch into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | launches into |
αόριστος | launched into |
παθητική μετοχή | launched into |
ενεργητική μετοχή | launching into |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]launch into (en)
- ρίχνομαι, ξεκινάω κάτι με ενθουσιασμό, ειδικά κάτι που θα πάρει πολύ χρόνο
- ↪ I launch into politics/business.
- Ρίχνομαι στην πολιτική/στις επιχειρήσεις.
- ↪ I launch into politics/business.
Πηγές
[επεξεργασία]- launch into - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: ρίχνω