open

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

open < (κληρονομημένο) αγγλοσαξονική open < πρωτογερμανική *panaz (δείτε και τη γερμανική offen, ολλανδική open) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *upo

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈəʊ.pən/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ˈoʊ.pən/ (ΗΠΑ)
 
 

Επίθετο[επεξεργασία]

open (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ανοιχτός
     συνώνυμα: accessible
     αντώνυμα: closed, shut
  2. ανοιχτός στο κοινό
    Banks are not open on bank holidays. - Οι τράπεζες δεν είναι ανοιχτές στις αργίες.
  3. ανοιχτός (έτοιμος να δεχτώ)
    I am open to new ideas. - Είμαι ανοιχτός (έτοιμος να δεχτώ) σε νέες ιδέες.
  4. ανοιχτός (ο δημόσιος, μη ιδιωτικός)
    open letter - ανοιχτό γράμμα
  5. ανοιχτός (ειλικρινής, απροσποίητος)
    The man is an open book. - Αυτός είναι ανοιχτό βιβλίο.
  6. (μαθηματικά) για έναν τύπο που έχει μια ελεύθερη μεταβλητή
  7. (πληροφορική) ο ανοιχτός (για αρχείο file)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας open
γ΄ ενικό ενεστώτα opens
αόριστος opened
παθητική μετοχή opened
ενεργητική μετοχή opening

open (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ανοίγω
  2. (μεταβατικό) ανοίγω ένα κατάστημα ή άλλον χώρο
    The shop opens at 9:00. - Το μαγαζί ανοίγει στις εννιά.
  3. (μεταβατικό) αρχίζω, ανοίγω (ένα θέμα συζήτησης)
    I don't want to open that subject. - δε θέλω να ανοίξω αυτό το θέμα (συζήτησης)
  4. (στο πόκερ)
    1. ανοίγω, ποντάρω πρώτος
    2. δείχνω τα χαρτιά μου
  5. (πληροφορική) ανοίγω (ένα αρχείο)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]


Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

open < παλαιά ολλανδικά opan < πρωτογερμανική *upanaz

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

open (nl)

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

open (nl)

  1. πρώτο πρόσωπο ενικού του ενεστώτα του ρήματος openen
  2. προστακτική του ρήματος openen



Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

open (fi)