ανοιχτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοιχτός < ελληνιστική κοινή ἀνοικτός
Επίθετο[επεξεργασία]
ανοιχτός, -ή, -ό και ανοικτός
- που έχει ανοίξει
- που έχει μετακινηθεί ώστε να επιτρέπει τη διέλευση
- ανοιχτή πόρτα, ανοιχτό παράθυρο
- για αισθητήρια όργανα που επιτελούν τη λειτουργία τους
- ανοιχτά μάτια: με τα βλέφαρα ανεβασμένα
- έχε τα μάτια σου ανοιχτά': να βρίσκεσαι σε εγρήγορση
- ανοιχτά αφτιά: (μεταφορικά) ακούγοντας με προσοχή
- ανοιχτά μάτια: με τα βλέφαρα ανεβασμένα
- για χώρο:
- στον οποίο επιτρέπεται η είσοδος ή η διέλευση
- ανοιχτοί δίαυλοι επικοινωνίας
- ανοιχτό κανάλι
- ανοιχτός δρόμος
- που δεν είναι σκεπασμένος και δεν περιέχει οικοδομήματα ή άλλα προσκόμματα
- στον οποίο επιτρέπεται η είσοδος ή η διέλευση
- (μεταφορικά) που επιτρέπεται να εξελιχθεί προς πολλές κατευθύνσεις
- όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά
- σας καλούμε σε ανοιχτή συζήτηση
- που λειτουργεί και δέχεται το κοινό
- τα μαγαζιά είναι ανοιχτά τα απογεύματα της Πέμπτης
- που επιτρέπει τη ροή
- ανοιχτός διακόπτης
- σε λειτουργία
- το φως είναι ανοιχτό, η βρύση είναι ανοιχτή, ο υπολογιστής είναι ανοιχτός
- που δεν είναι σκεπασμένος με κάποιο πώμα, βούλωμα κλπ
- ανοιχτό κουτί, μπουκάλι
- που παρουσιάζει λύση της συνέχειάς του / που αιμορραγεί
- ανοιχτό τραύμα, ανοιχτή πληγή
- απλωμένος
- ανοιχτή βεντάλια
- (για χρώματα) απαλός, όχι σκούρος
- ανοιχτό μπλε
- που σχηματίζει μεγάλη γωνία
- ανοιχτή στροφή
- (πληροφορική) που έχουν περάσει τα περιεχόμενά του στην κύρια μνήμη και απεικονίζονται στην οθόνη ή άλλη συσκευή εξόδου
- υπάρχει ήδη ένα αρχείο ανοιχτό με το ίδιο όνομα
- (πληροφορική) που ο καθένας μπορεί να τον εξετάσει και τροποιήσει ελεύθερα
- (οικονομικά) που επιτρέπει σε δύο συμβαλλόμενα μέρη να τακτοποιούν τις μεταξύ τους οικονομικές εκκρεμότητες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι ανοιχτός στην αγορά : έχω απλήρωτα γραμμάτια, χρωστάω σε τράπεζες και προμηθευτές
- έχω ανοιχτό σπίτι : δέχομαι πολύ κόσμο
- μένω μ΄ανοιχτό το στόμα : μένω έκπληκτος
- τα μαγαζιά σου είναι ανοιχτά : το παντελόνι σου είναι ξεκούμπωτο
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς με κάποιον : έχουμε διαφωνίες που αδυνατούμε να τις επιλύσουμε ειρηνικά
- έχει ανοιχτό κώλο: άτομο είτε τυχερό (κωλόφαρδο) ως έκφραση ζήλιας, είτε για άτομο που έχει παθητικό σεξουαλικό ρόλο με διαφορετικούς εραστές
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοιχτός