ἀνοίγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀνοίγω < (ἀνά) ἀν- + οἴγω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ανοίγω
Ρήμα[επεξεργασία]
ἀνοίγω
- ανοίγω
- φανερώνω, αποκαλύπτω
- (ναυτικός όρος) ανοίγομαι στο πέλαγος, στα ανοικτά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- ἀνοίγω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα ἀν- από το ἀνά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)