εύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εύρος | τα | εύρη |
γενική | του | εύρους | των | ευρών |
αιτιατική | το | εύρος | τα | εύρη |
κλητική | εύρος | εύρη | ||
Οι τύποι του πληθυντικού και ιδιαίτερα της γενικής είναι δύσχρηστοι | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- εύρος ουδέτερο < αρχαία ελληνική εὖρος < εὐρύς
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
εύρος ουδέτερο
- το πλάτος
- επιτρεπόμενες (ή υπαρκτές) τιμές εντός διαστήματος ακραίων (τιμών)
- (μεταφορικά) γκάμα (το σύνολο των) υπαρκτών ή δυνητικά υπαρκτών εναλλακτικών
- ↪ κανείς δεν γνωρίζει ακόμη το εύρος των αναμενόμενων αλλαγών
- ↪ το εύρος των ακουσμάτων (μουσικών επιλογών) του είναι μεγάλο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (δίκτυο υπολογιστών) εύρος ζώνης, ζωνικό εύρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- εύρος αρσενικό < αρχαία ελληνική εὖρος < εὐρύς
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
εύρος αρσενικό