άνεμος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | άνεμος | άνεμοι |
γενική | ανέμου | ανέμων |
αιτιατική | άνεμο | ανέμους |
κλητική | άνεμε | άνεμοι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνεμος < αρχαία ελληνική ἄνεμος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άνεμος αρσενικό
- κίνηση του ατμοσφαιρικού αέρα. Χαρακτηρίζεται από κάποια δύναμη και κάποια κατεύθυνση
- ο απηλιώτης (λεβάντες) είναι ανατολικός άνεμος, ενώ ο ζέφυρος (πουνέντες) δυτικός
- (μεταφορικά) μία κίνηση, ένα ρεύμα από κάτι (συνήθως με ανανεωτικό χαρακτήρα)
- πνέει άνεμος αλλαγής στην πολιτική
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες : όποιος προκαλεί αναταραχές, υφίσταται χειρότερες συνέπειες.
- όπου φυσάει ο άνεμος: όφα, χαρακτηρισμός ατόμου καιροσκόπου, που αλλάζει στάση, απόψεις και θέσεις ανάλογα με τα συμφέροντα ή με την επικρατέστερη άποψη
- άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει : μη σε ανησυχεί ό,τι δεν μπορεί να σε βλάψει.
- λόγια του ανέμου, έκαμε τον άνεμο κουβάρι: ασχολία άσκοπη, χωρίς αποτέλεσμα.
- πάει στον άνεμο και στην κακή του ώρα : ευφημ., αντί της λέξης «διάβολος».
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
ανεμοθυελα |
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άνεμος στη Βικιπαίδεια
- βοριάς και τραμουντάνα: βόρειος
- γραίγος: βορειοανατολικός
- γρεγολεβάντες ή γραιγολεβάντες: μεταξύ βορειοανατολικού και ανατολικού
- λεβάντες και απηλιώτης: ανατολικός
- ευραπηλιώτης και σιροκολεβάντες: μεταξύ ανατολικού και νοτιοανατολικού
- σιρόκος: νοτιοανατολικός
- νοτιάς και όστρια: νότιος
- γαρμπής και λίβας: νοτιοδυτικός
- πουνέντες και ζέφυρος: δυτικός
- μαΐστρος και σκίρων: βορειοδυτικός
- μαϊστροτραμουντάνα: μεταξύ βόρειου και βορειοδυτικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άνεμος