anima
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anima (it)
- η ψυχή
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- anima < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂enh₁- (φυσάω, πνέω) (συγγενές με την αρχαία ελληνική ἄνεμος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
anima (la) θηλυκό
[επεξεργασία]
- νέα ελληνική: → δείτε τη λέξη ανιμισμός
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | anima | animae |
γενική | animae | animārum |
δοτική | animae | animīs |
αιτιατική | animam | animās |
κλητική | anima | animae |
αφαιρετική | animā | animīs |
Πηγές[επεξεργασία]
- anima - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.