cor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cor | cors |
cor (fr) αρσενικό
- ο κάλος
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cor < πρωτοϊταλικά *kord < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱḗr- / *ḱr̥d-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cor (la) ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cor | cordă |
γενική | cordis | cordum |
δοτική | cordī | cordĭbus |
αιτιατική | cor | cordă |
κλητική | cor | cordă |
αφαιρετική | corde | cordĭbus |
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cor | cores |
cor (pt) αρσενικό
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- de cor - απέξω