θάρρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θάρρος | τα | θάρρη & θάρρητα |
γενική | του | θάρρους | — | |
αιτιατική | το | θάρρος | τα | θάρρη & θάρρητα |
κλητική | θάρρος | θάρρη & θάρρητα | ||
Ο πληθυντικός θάρρητα είναι λαϊκότροπος. Παράρτημα:Ανώμαλα διπλοκατάληκτα | ||||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θάρρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θάρρος, αττικός τύπος του θάρσος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈθa.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θάρ‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάρρος ουδέτερο
- η δύναμη που έχει κάποιος να αντιμετωπίζει επικίνδυνες καταστάσεις είτε χωρίς φόβο ή υπερνικώντας τον
- (στις κοινωνικές σχέσεις) η υπερβολική (με την κακή έννοια), ενοχλητική και κακή οικειότητα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχω το θάρρος της γνώμης μου: εκφράζω την άποψή μου ελεύθερα, με παρρησία
- αντλώ θάρρος από κάποιον
- δεν έχω το θάρρος να του το πω
- επιδεικνύω θάρρος
- μεταδίδω το θάρρος μου σε κάποιον
- (δε) δίνω πολύ θάρρος: (δε) δίνω σε κάποιον τη δυνατότητα να μου συμπεριφέρεται με μεγάλη (υπερβολική) οικειότητα
- οπλίζομαι με θάρρος
- παραπαίρνω θάρρος: αποκτώ υπερβολικό θάρρος
- έχω τα θάρρη μου (σε κάποιον): βασίζομαι, στηρίζομαι σε κάποιον
Παροιμίες[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θάρρος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
θαρρεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | θάρρος | τὰ | θάρρη - θάρρεᾰ | |
γενική | τοῦ | θάρρους - θάρρεος | τῶν | θαρρῶν - θαρρέων | |
δοτική | τῷ | θάρρει - θάρρεῐ̈ | τοῖς | θάρρεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | θάρρος | τὰ | θάρρη - θάρρεα | |
κλητική ὦ! | θάρρος | θάρρη - θάρρεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θάρρει - θάρρεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | θαρροῖν - θαρρέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θάρρος ουδέτερο
- αττικός τύπος του θάρσος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)