βασίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος βασίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]βασίζομαι, πρτ.: βασιζόμουν, στ.μέλλ.: θα βασιστώ, αόρ.: βασίστηκα, μτχ.π.π.: βασισμένος
- παίρνω σοβαρά υπόψη μου κάτι και το χρησιμοποιώ ως βάση για να προχωρήσω σε μια ενέργεια
- η όλη δίκη βασίστηκε πάνω στη συγκεκριμένη μαρτυρία
- στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, υπολογίζοντας στις ενέργειές του, τη συμβολή του, τη βοήθειά του κλπ
- μου έδωσες τον λόγο σου ότι θα με υποστηρίξεις οικονομικά κι εγώ βασίστηκα πάνω σου
- χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο (πχ για πνευματικά-καλλιτεχνικά έργα)
- η ταινία βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βασίζομαι