πρότυπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρότυπο τα πρότυπα
      γενική του προτύπου
πρότυπου
των προτύπων
    αιτιατική το πρότυπο τα πρότυπα
     κλητική πρότυπο πρότυπα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρότυπο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρότυπος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρότυπο ουδέτερο

  1. αυτό που χρησιμεύει ως υπόδειγμα για αναπαραγωγή, για δημιουργία αντιγράφων
  2. οτιδήποτε λειτουργεί ως υπόδειγμα που το ακολουθούν άλλοι
  3. πρόσωπο του οποίου το παράδειγμα θέλει κάποιος να ακολουθήσει, να μιμηθεί
    ※  Έβλεπα πόσο άλλαζε ο χαρακτήρας και τα ενδιαφέροντά του. Τίποτε δεν θύμιζε εκείνο το ζωηρό παιδί που είχα σαν πρότυπο μεγαλώνοντας. (Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Θεοκλής, 1995 [διήγημα])
  4. (πληροφορική) έγγραφο με μελετημένη δομή και μορφοποίηση καθώς και κενά που πρέπει να συμπληρώσει ο χρήστης, όταν θέλει να δημιουργήσει ένα δικό του έγγραφο
  5. (βικισύνταξη) ειδικού τύπου σελίδα, η οποία όταν καλείται ενσωματώνει το περιεχόμενό της σε άλλες σελίδες. Λειτουργεί ως συνάρτηση που δέχεται παραμέτρους ώστε να μπορεί να εμφανίσει διαφορετικό κάθε φορά περιεχόμενο.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

πληροφορική : αντιπαραβολή προτύπων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]