Μετάβαση στο περιεχόμενο

role model

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
role model role models

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
role model <  δείτε τις λέξεις role και model

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

role model (en)

  • το πρότυπο, πρόσωπο που οι άνθρωποι θαυμάζουν και προσπαθούν να αντιγράψουν
      Throughout his life he had his father as a role model.
    Σε όλη του τη ζωή είχε τον πατέρα του ως πρότυπο.
      Pop artists are role models for many young people.
    Οι καλλιτέχνες της ποπ είναι τα πρότυπα πολλών νέων.