role model

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
role model role models

Ετυμολογία [επεξεργασία]

role model < → δείτε τις λέξεις role και model

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

role model (en)

  • το πρότυπο, ένα πρόσωπο που οι άνθρωποι θαυμάζουν και προσπαθούν να αντιγράψουν
    Pop artists are role models for many young people.
    Οι καλλιτέχνες της ποπ είναι τα πρότυπα πολλών νέων.

Πηγές[επεξεργασία]