role
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
role
roles
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
role
(en)
ουσιαστικά
ο
ρόλος
have a
role
in
(something)
have the leading
role
in (something)
έχω ένα/τον κύριο ρόλο σε κάτι
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
العربية
Azərbaycanca
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Español
Eesti
Suomi
Français
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
ភាសាខ្មែរ
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lombard
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Norsk
Oromoo
Polski
Português
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Svenska
தமிழ்
Тоҷикӣ
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Walon
中文