in

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɪn/

Πρόθεση[επεξεργασία]

in (en)

  1. για πράγμα που περιέχεται μέσα σε κάτι άλλο
    In the box there were two old photographs.
    Μέσα στο κουτί βρίσκονταν δύο παλιές φωτογραφίες.
     συνώνυμα: inside, within
  2. για κάτι ή κάποιον που μπαίνει μέσα σε κάποιο μέρος
    She went in her room and closed the door behind her.
    Πήγε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη inside
  3. μέσα σε ένα χρονικό διάστημα
    We will hear the news in the next few days.
    Θα ακούσουμε τα νέα (τις επόμενες μέρες. (μέσα στις επόμενες μέρες)
    We will leave in the evening.
    Θα φύγουμε το βράδυ.
     συνώνυμα: within, during
  4. μετά από
    I have to leave in five minutes.
    Πρέπει να φύγω σε πέντε λεπτά.
     συνώνυμα: within
  5. για πράγμα από ένα σύνολο παρόμοιων πραγμάτων
    There's a one in five chance of that happening
    Η πιθανότητα του να γίνει αυτό είναι μία στις πέντε
  6. για πρόσωπο που βρίσκεται σε κάποια κατάσταση
    I'm not in the mood to go out tonight
    Δεν είμαι στη φάση να βγούμε έξω απόψε
  7. για αφηρημένο θέμα με το οποίο ασχολείται κάποιος
    He found solace in his studies.
    Βρήκε παρηγοριά στις σπουδές του.
  8. για μέσο
    Do you ever dream in another language?
    Ονειρεύεσαι ποτέ σε άλλη γλώσσα;

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

in (fr) άκλιτο

Πρόθεση[επεξεργασία]

in (fr)

  • μέσα (χρησιμοποιείται για να στείλει τον αναγνώστη σε μια βιβλιογραφική πηγή)



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Πρόθεση[επεξεργασία]

in (nl)