in
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
in (en)
- για πράγμα που περιέχεται μέσα σε κάτι άλλο
- για κάτι ή κάποιον που μπαίνει μέσα σε κάποιο μέρος
- μέσα σε ένα χρονικό διάστημα
- μετά από
- για πράγμα από ένα σύνολο παρόμοιων πραγμάτων
- ↪ There's a one in five chance of that happening
- Η πιθανότητα του να γίνει αυτό είναι μία στις πέντε
- ↪ There's a one in five chance of that happening
- για πρόσωπο που βρίσκεται σε κάποια κατάσταση
- ↪ I'm not in the mood to go out tonight
- Δεν είμαι στη φάση να βγούμε έξω απόψε
- ↪ I'm not in the mood to go out tonight
- για αφηρημένο θέμα με το οποίο ασχολείται κάποιος
- ↪ He found solace in his studies.
- Βρήκε παρηγοριά στις σπουδές του.
- ↪ He found solace in his studies.
- για μέσο
- ↪ Do you ever dream in another language?
- Ονειρεύεσαι ποτέ σε άλλη γλώσσα;
- ↪ Do you ever dream in another language?
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
in (fr) άκλιτο
Πρόθεση[επεξεργασία]
in (fr)
- μέσα (χρησιμοποιείται για να στείλει τον αναγνώστη σε μια βιβλιογραφική πηγή)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Πρόθεση[επεξεργασία]
in (nl)