in advance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]in advance (en)
- εκ των προτέρων
- ⮡ I had been informed in advance.
- Είχα ενηµερωθεί εκ των προτέρων.
- ≈ συνώνυμα: beforehand, ahead of time
- ⮡ I had been informed in advance.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- in advance - Cambridge Dictionary online