in for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in for (en)
- (ιδιωματισμός) έχω, περιμένω, είναι βέβαιο ότι θα αντιμετωπίσω κάτι σύντομα, συνήθως δυσάρεστο
- ↪ We are in for a storm.
- Θα έχουμε θύελλα.
- ↪ He is in for an unpleasant surprise.
- Τον περιμένει δυσάρεστη έκπληξη.
- ↪ We are in for a difficult time.
- Μας περιμένουν δύσκολοι καιροί.
- ↪ We are in for a storm.